зачесать - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

зачесать - translation to πορτογαλικά


зачесать      
(причесать) pentear

Ορισμός

зачесать
ЗАЧЕС'АТЬ, зачешу, зачешешь, ·совер., что (·разг. ).
1. (·несовер. нет). Начать чесать. Зачесать за ухом. Зачесать затылок.
2. (·несовер. зачесывать). Причесывая, пригладить в каком-нибудь направлении, обычно назад. Зачесать волосы кверху. Гладко зачесанные волосы.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για зачесать
1. Лена советует как-нибудь убрать волосы - зачесать или заколоть.
2. Их ведь удобнее зачесать всех под одну гребенку, навесить на всех ярлык и бить по ним, когда они кучно стоят.
3. Под одну гребенку с отделкой можно "зачесать" и все остальное, уже движимое имущество в квартире: мебель, бытовую технику, одежду... да хоть фотоальбомы.